Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Ο μήνας Μάρτης στη λαογραφία. Γεώργιος Μπόντας

Βγαίνει ο κακός ο μήνας. Μπαίνει ο καλός ο μήνας.
0 Φλεβάρης πάει φεύγει και το Μάρτη δεν χωνεύει. Όξω ψύλλοι, ποντικοί. Μέσα Μάρτης και χαρά και καλή νοικοκυρά. 0 καημένος ο Φλεβάρης. 0 λαός τον έκαμε άσχημο και κουτσό γαϊδουρο-καβαλάρη. Τα παιδιά τον συνοδεύουν, τον διαπομπεύουν στους δρόμους με τενεκέδες, φωνές και με τραγούδια σε πολλά μέρη της Ελλάδας.
Όξω βρε κουτσοφλέβαρε με τα πολλά τα χιόνια.
Να ρθει' σ Μάρτης με χαρά και με τα χελιδόνια.
0 Μάρτης είναι ο πρώτος μήνας της Άνοιξης. 0 μήνας των χελιδονιών και των πελαργών. 0 μήνας της βλάστησης και των πρώτων λουλουδιών, μα και ο μήνας των μεγάλων αντιθέσεων και των απότομων μεταβολών. Για το λόγο αυτό δέχτηκε τα καταιγιστικά
πυρά του λαού με απίθανα σκωπτικά κυρίως ονόματα. Βαφτίστηκε λοιπόν Κλαψομάρτης, κλάψας, Πεντάγνωμος, Γδάρτης, Παλουκοκαύτης, Ανοιξιάτης και φυτευτής. Ονομάστηκε Κλαψομάρτης και Κλάψας, γιατί με τον συνήθως βροχερό του καιρό φαίνεται πως κλαίει.
0 Μάρτης στην αρχαιότητα ήταν ο πρώτος μήνας του χρόνου και n πρωτομαρτιά ήταν και πρωτοχρονιά. Σαν τέτοιος, αυτός ο μήνας, έπρεπε να τιμηθεί ιδιαίτερα. Γι' αυτό και οι Ρωμαίοι του δώσανε το όνομα Μαρτίους από το Θεό Μαρς, δηλαδή Άρης, ο Θεός του πολέμου και γενάρχης των Ρωμαίων. 0 Μάρτης δεν ήταν μόνο Θεός του πολέμου, μα και των αέρηδων που φυσούσαν την Άνοιξη και βοηθούσαν τη βλάστηση της γης και των χωραφιών. Οι Αρχαίοι 'Έλληνες τον λέγανε Ελαφιβολίονα, γιατί τότε γινόταν το κυνήγι των ελαφιών στην Ελλάδα. Οι κρητικοί τον λένε πεντάγνωμο για την αστάθεια και τις απότομες μεταβολές του. H αστάθεια του είναι χαρακτηριστική. Μπορεί το πρωί να αρχίσει με ωραίες λιακάδες και ασυννέφιαστο ουρανό και ύστερα από λίγο να αρχίσει να Θυμώνει, να κατσουφιάζει και να το γυρίζει στις βροχές και στα μπουμπουνητά. Γι' αυτό και οι άνθρωποι ξέροντας αυτή την αδυναμία και την ιδιοτροπία, σου συμβουλεύουν. "Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα".
Στα παλιά χρόνια υπήρξε ένα όμορφο γραφικό έθιμο που διατηρείται και σήμερα ακόμα. Το έθιμο της κλωστής

του Μάρτη. Την παραμονή, συνήθως n γιαγιά του σπιτιού ετοιμάζει την κλωστή, κόκκινη και άσπρη. Τα παλιά χρόνια μάλιστα την στριφογύριζε και την περνούσε σε μια τρύπια δεκάρα, έκανε για όλους τους σπιτικούς, γυναίκες και μικρά παιδιά. H διαδικασία αυτή, το δέσιμο της κλωστής έχει βαθύτερο νόημα. Το άσπρο χρώμα συμβολίζει την αγνότητα και το δεσμό της οικογένειας, n δε κόκκινη συμβολίζει την αγάπη. Οι δυο μαζί κλωστές αποτελούν δεσμό και την πίστη προς τη Θρησκεία. Οικογένεια και θρησκεία είναι δυο έννοιες στενά συνδεδεμένες. Το έθιμο αυτό έχει τις ρίζες του
απ' τη ρωμαϊκή εποχή, μετά πέρασε στους βυζαντινού, όπου οι βυζαντινές πατρίκιες κρεμούσαν στο λαιμό
τους σκόρδο, κρεμμύδι και άλλα μικροπράγματα, καθώς και χρυσή αλυσίδα. H κλωστή του Μάρτη δένονταν
σε όλα τα μέλη της οικογένειας στους μικρότερους φυσικά.
Την κλωστή του Μάρτη την κρατούσαν εννιά μέρες. Την ενάτη την κρεμούσαν στα μπουμπουκιασμένα
κλαδιά έξω απ' το σπίτι ή σε καμιά τριανταφυλλιά του κήπου. Πίστευαν ότι από εκεί Θα την έπαιρνε ο πελαργός
και τα χελιδόνια και θα την πήγαιναν στο Θεό και ο Θεός Θα τους ανταπέδιδε αυτά που επιθυμούσαν. Έτσι τα
μικρά παιδιά περίμεναν τα δώρα τους όλο το χρόνο. Άλλοι λένε ότι την κλωστή την κρατούσαν μέχρι τις 25 Μαρτίου τη μεγάλη γιορτή, που έχει για τπ Ρωμιοσύνη διπλό χαρακτήρα, διπλή σημασία, τη θρησκευτική και την εθνική. Την ημέρα αυτή βγάζουν την κλωστή από τα χέρια τους
«τους μάρτηδες» και τους κρεμούν στα κλαριά για να τους πάρουν τα χελιδόνια. 0 λαός μας πιστεύει ακόμα
απόλυτα πως με τον ερχομό της 25ης Μαρτίου μπαίνουμε πια επίσημα στην εποχή της Άνοιξης και έρχονται και
τα πρώτα χελιδόνια. H κλωστή του Μάρτη είχε μεγάλη δύναμη και τους προφύλασσε απ' το μαύρισμα του ήλιου που καίει αυτό το μήνα παράξενα. Κι αυτό είναι
συνδεδεμένο με μια παλιά δοξασία των Βυζαντινών, ο οποίοι πίστευαν ότι n άσπρη κλωστή συμβολίζει το πρωινό φως
του ήλιου και π κόκκινη το μεσημεριάτικο ήλιο και οι δυο μαζί διώχνουν την καυτερή ηλιαχτίδα και έτσι προστατεύεται το πρόσωπο και ο λαιμός από το άρπαγμα του μαρτιάτικου ήλιου. Ακόμα n κλωστή του Μάρτη είχε τη δύναμη να τους προστατεύει και από διάφορες αρρώστιες, ειδικά από τους πυρετούς. Γύρω από την όμορφη κλωστή αυτή του Μάρτη, υπάρχουν πολλοί ωραίοι Θρύλοι. Μια παράδοση λέει τους έφτιαχναν με τέχνη και τους κρεμούσαν σε κλώνους αμυγδαλιάς ή τριανταφυλλιάς, ενώ συγχρόνως τραγουδούσαν χαρμόσυνες στροφές. Άλλη παράδοση λέει ότι βγάζανε τον «Μάρτη» όταν αντίκριζαν το πρώτο χελιδόνι και τραγουδούσαν:
Χελιδόνι μου γοργό,
που ’ρθες απ' την έρημο,
τι καλά μας έφερες ;
Την υγεία και τη χαρά
και τα κόκκινα τ' αυγά.
0 Μάρτης έχει και έναν ζεστό ήλιο, φοβερό που καίει και τσουρουφλίζει. H παράδοση λέγει, πως ο ήλιος του Μαρτίου μαυρίζει το πρόσωπο και δημιουργεί στίγματα και λεκέδες. «Του Μάρτη ο ήλιος βάφει και πέντε δεν ξεβάφει». Οι κοπέλες λοιπόν, έπρεπε να προφυλαχθούν να μείνουν κρινόλευκες και γαλατένιες «οπόχει κόρην ακριβή του Μάρτη ο ήλιος μην την δει». Στις εννιά του Μάρτη είναι n γιορτή των Αγίων Σαράντα Μαρτύρων. Στη συνείδηση του λαού μας ο αριθμός σαράντα λογαριάζεται σαν ιερός. Οι συνήθειες και οι προλήψεις την ημέρα αυτή ανήμερα δηλαδή της γιορτής παίρνουν και δίνουν όπως, λένε . Έτσι ορισμένες νοικοκυρές θα φτιάξουν τις σαραντόππιτες.. Πίττες με σαράντα φύλλα ή με σαράντα ειδών λάχανα. Κι ακόμα σαράντα τηγανίτες, σαράντα είδη φαγητά με σαράντα ειδών χόρτα και όσπρια, που μοιράζονται για την «ψυχή των ζωντανών».
‘’Σαράντα να φας, σαράντα να πιεις, σαράντα να δωσ ' για την ψυχή σ’ ‘’
H αιφνίδια αλλαγή του καιρού δηλώνεται εμφατικά με διάφορα ρητά: 0 Μάρτης ως το γιόμα το ψόφησε, κι
ως το βράδυ το βρωμάει. Το γάιδαρο τον σκουληκιάζει και τον ξεσκουληκιάζει. Όλοι μήνες τρώνε κρέας κι ο Μάρτης κόκαλα. Μάρτης, γδάρτης και κακός παλουκοκάφτnς, λέγεται αυτό γιατί καίμε και τα παλούκια ακόμα, μιας και νομίζουμε πως τελείωσε ο χειμώνας και μαζί του τα ξύλα. Επειδή «ο Μάρτης δε λείπει απ' τη Σαρακοστή» γι' αυτό για κάποιον ή κάτι, που δεν το περιμένουμε αλλά έρχεται, λέμε: «λείπει ο Μάρτης απ' τη Σαρακοστή;»
Λέμε ακόμα για το Μάρτη: Το Μάρτη ξύλα φύλαξε, μην κάψεις τα παλούκια. Μάρτης είναι, χάδια κάνει, πότε κλαίει πότε γελάει. Όλο το Μάρτη φύλαγε, ως τις δέκα τα’ Απρίλη. Από τις εννιά του Μάρτη, είν’ η άδεια του φιδιού. Κάλλιο Μάρτης στις γωνιές παρά Μάρτης στις αυλές. Από Μάρτη καλοκαίρι, μηδ’ ο Μάρτης καλοκαίρι, μηδ’ ο Αύγουστος χειμώνας, που αν και φαινομενικά αντιφάσκουν, σημαίνουν ότι απ’ τον Μάρτη αρχίζει διαφαίνεται το καλοκαίρι και από τον
Αύγουστο ο χειμώνας, πλην όμως ούτε Μάρτης είναι το καλοκαίρι, ούτε Αύγουστος χειμώνας. Τις καλοκαιρινές αλλαγές του Μάρτη, ο λαός της Μακεδονίας, τις έκαμε παραμύθι: 0 Μάρτης είχε δύο γυναίκες. H μία είναι όλο δροσιά, χαρά και ομορφιά και n άλλη φορτωμένη μ' όλη την ασκήμια του κόσμου. Όταν βλέπει την πρώτη του γυναίκα χαμογελά και χαίρεται. Το γέλιο του το παίρνουν οι ηλιαχτίδες και το σκορπίζουν σ' όλο τον κόσμο. Όταν όμως κοιτάζει τη δεύτερη γυναίκα του σκυθρωπιάζει και Θυμώνει. Και την ανταριασμένη καρδιά του την παίρνουν τα σύννεφα και οι
βοριάδες και την κάνουν χιόνια και βροχές. Σε κάποιο άλλο παραμύθι, ο Μάρτης έχει μια και μοναδική γυναίκα. Μια πεντάμορφη κόρη που το πρόσωπό της μοιάζει με το ολοφώτεινο πρόσωπο του ήλιου. Όποιος την δει μαγεύεται. Όμως n καημένη είναι κουτσή. Όταν ο Μάρτης την κοιτά καθιστή χαίρεται και n καρδιά του γεμίζει ευτυχία. Όταν την βλέπει όρθια να κουτσαίνει γεμίζει λύπη και πόνο και συννεφιά. Υπάρχουν και διάφορες άλλες παραδόσεις που τις αναφέρω παρακάτω: Οι μήνες αποφάσισαν μια μέρα να βρουν ο καθένας και από μια γυναίκα για να μην είναι έτσι
έρημοι και σκοτεινοί, χωρίς καμιά παρηγοριά στο σπιτικό τους. Όλοι έβαλαν προξενητάδες και ο καθένας βρήκε την δικιά του. 0 Μάρτης όμως γελάστηκε και πήρε μια χανούμισσα. Είχε μάθει πως οι Τουρκάλες είναι όμορφες και γι' αυτό παντρεύτηκε ανεξέταστα . Το τι έγινε, όμως το βράδυ δεν περιγράφεται. H Τουρκάλα ήταν πάρα πολύ άσχημη και ο Μάρτης μόλις εκείνη έβγαλε το γιασεμάκι, σηκώθηκε και έφυγε. H άλλη παράδοση λέει τα εξής: Κάποτε οι 12 μήνες αγόρασαν ένα γεμάτο βαρέλι γεμάτο κρασί με 12 κάνουλες, μια για τον καθένα, κάθετα τοποθετημένες. Τότε ο Μάρτης επειδή ήταν γερός και πονηρός όπως φάνηκε στο τέλος ζήτησε να του επιτρέψουν να χρησιμοποιεί την πρώτη από κάτω κάνουλα, πράγμα που έγινε. 0 Μάρτης κάθε μέρα πήγαινε σαν κύριος στο βαρέλι, άνοιγε την κάνουλά του και έπινε το κρασάκι. Οι άλλοι μήνες καθυστέρησαν λίγο να αρχίσουν το κρασί. Όταν κάποτε πήγαν στο βαρέλι να πιουν και αυτοί, είδαν με έκπληξη ότι καμιά κάνουλα δεν έτρεχε κρασί. Σαν αίτιο Θεώρησαν το Μάρτη και τον ρωτούσαν: «Μάρτη, γιατί μας ήπιες το κρασί;» Δεν σας το ήπια εγώ απαντούσε αυτός. Εγώ έπινα απ’ τη δική μου κάνουλα . Οι δικές σας είναι σφραγισμένες. Οι κουτοί μήνες επιτέλους κατάλαβαν την πονηριά του Μάρτη και αποφάσισαν να τον δικάσουν. Όταν του 'λεγαν πως θα τον δικάσουν και Θα τον τιμωρήσουν, αυτός στενοχωριόταν και τότε ο καιρός γινόταν «λίαν νεφελώδης μετά βροχών και καταιγίδων ...» Όταν όμως οι άλλοι δεν του μιλούσαν σχετικά με το θέμα αυτό, αυτός χαμογελούσε ικανοποιημένος και τότε ο καιρός γινόταν «αίθριος» και ανέβαινε n Θερμοκρασία. Οι τελευταίες μέρες του Μάρτη λέγονται «τ'ς Μπάμπους οι μέρες» γιατί μια γριά τσομπάνισσα ξεγέννησε τις προβατίνες της μέχρι τις 30 του μήνα με καλοκαιρία και νομίζοντας ότι ξεγέλασε τον Μάρτη, που είχε τότε 30 μέρες, αφού δεν έπαθαν τίποτα τα αρνάκια της, τον κορόιδευε. Όμως ο Μάρτης Θύμωσε για την προσβολή της γριάς και έκλεψε μια μέρα απ’ τον Φλεβάρη (που έμεινε κουτσός) για να την εκδικηθεί. H 31η λοιπόν του Μάρτη ήταν σωστή θεομηνία. Χιονοθύελλες και παγωνιές σάρωσαν τη φτωχή γριά, την μπάμπω και δεν έμεινε ούτε πρόβατο ούτε προβατίνα. Πέρα από τα ήθη και τα έθιμα ο λαός έθεσε τον Μάρτη στα τραγούδι του, στους έρωτές του, στα κατορθώματά του, στη λεβεντιά του.
Π" ανάθεμά σε Παχνιστή Γενάρη και Φλεβάρη.
Και συ Μαρτούλη Θλιβερέ που κάνεις
το χειμώνα.
Δεν σκέφτεσαι την κλεφτουριά και τα παλικαράκια.
Τα γέλασες, τα πλάνεψες με τον λαμπρό τον ήλιο,
και βγήκαν πάνω στα βουνά στους πάγους και στα χιόνια...
Το Μάρτη να μην χαίρεστε και βγάνετε τις κάπες
Πότε γελάει και ξαστερών και πότε
ανταριάζει.

Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ ΦΛΩΡΙΝΑΣ

Στον Παπαγιάννη διατηρούνται μερικά έθιμα κατά την περίοδο της Σαρακοστής .
Καθαρή Δευτέρα


Την Καθαρή Δευτέρα καθαρίζουν το σπίτι, ζεσταίνουν μέσα σε καζάνια νερό και πλένουν ρούχα, κουβέρτες και στρωσίδια. Καθαρίζουν καλά τα οικιακά σκεύη, κατσαρόλες, τηγάνια τρίβοντας τα με στάχτη ώστε να μη μείνει λίγδα.
Τρώνε νηστίσιμα και το μεσημέρι βάζουν στο τραπέζι κρασί και μ' αυτό πλένουν το πρόσωπο για να μην τους τσιμπάνε κουνούπια. Περνούν είκοσι κεφάλια από ψάρια σε κλωστή (αρμαθιά), τα ξεραίνουν και τα έχουν για το μάτιασμα.
Όλη τη βδομάδα οι περισσότεροι νηστεύουν, δεν τρώνε ούτε λαδερά, και συνεχίζουν μερικοί να νηστεύουν και όλη τη Σαρακοστή, συνήθως οι γυναίκες.
Αρκετοί νέοι νήστευαν τρεις μέρες («τριήμηρ»), όπως το λέγαν, περισσότερο οι κοπέλες και λιγότερο τα αγόρια. Μαζεύονταν τρεις κοπέλες «τριμήρκες»» σ' ένα σπίτι και νήστευαν ξαπλώνοντας για να μη χάνουν τις δυνάμεις τους. Τη Δευτέρα, πρώτη μέρα νηστείας, όταν χτυπούσε η καμπάνα το απόγευμα έτρωγαν μισή λειτουριά (πρόσφορο) και οι γονείς τους ψώνιζαν διάφορα νηστίσιμα εδέσματα όπως καρύδια και φρούτα, τους έφτιαχναν φασόλια χωρίς λάδι (τρέαν), πιτουλίτσες, κομπόστες με κορόμηλα, αχλάδια, μήλα και σύκα.
Την Τετάρτη οι «τριμήρκες» πήγαιναν με τους γονείς τους στην εκκλησία. Οι μητέρες τους κουβαλούσαν μέσα σε «τάμπλες» (καλάθες) τα εδέσματα. Οι κοπέλες, αφού έπαιρναν τον αγιασμό από τον παπά, έβγαιναν έξω και γινόταν ανταλλαγή των εδεσμάτων.
Την Παρασκευή, στους Α' Χαιρετισμούς οι κοπέλες και οι νύφες ντυμένες με τις τοπικές ενδυμασίες και μ' ένα πιάτο βρασμένο καλαμπόκι όπου μέσα είχε λίγο σιτάρι για να γεννιούνται στην οικογένεια κορίτσια και αγόρια, στα δε κοπάδια αρσενικά και θηλυκά αρνιά.
Όταν τελείωνε η λειτουργία, οι γυναίκες δυο-δυο πήγαιναν έξω, κοντά στο ιερό. Η μια είχε την ποδιά απλωμένη και περίμενε το καλαμπόκι που πετούσε η άλλη λέγοντας τρεις φορές, αρσενικά αγόρια Θηλυκά αρνιά.
Εν τω μεταξύ οι κοπέλες είχαν πλέξει και κεντήσει σακουλάκια κακοφτιαγμένα και μπερδεμένα, τα γέμιζαν με στάχτη και τα κρεμούσαν κρυφά στις γυναίκες μ' ένα γαντζάκι στις πλεξούδες τους λέγοντας «Να σας δώσουμε το μπερδεμένο, να μας δώσετε το κέντημα». Φυσικά μ' αυτόν τον τρόπο ήθελαν να δείξουν πως είναι μικρές και αρχάριες στο πλέξιμο και στο κέντημα και πως μεγάλη είναι η επιθυμία τους να μάθουν ή να κλέψουν την τέχνη του πλεξίματος και του κεντήματος.
Επίσης, καθώς έφευγαν μέσα στο σκοτάδι προσπαθούσαν οι κοπέλες να κλέψουν λίγο καλαμπόκι από τα πιάτα των γυναικών που δεν είχαν στην οικογένειά τους δευτεροπαντρεμένους. Το καλαμπόκι που έκλεβαν το έβαζαν στο προσκέφαλο τους, μαζί με ένα καθρεφτάκι για να ονειρευτούν το παλικάρι που Θα παντρευτούν.

Των Αγίων Θεοδώρων (Σάββατο)

Το πρωί πηγαίνουν τα παιδιά, οι γριές και οι γέροι στη εκκλησία για να κοινωνήσουν. Γιορτάζουν οι Θεόδωροι και Θεοδώρες. Τα εδέσματα στα τραπέζια είναι νηστίσιμα.
Το μεσημέρι, οι νύφες με τη συνοδεία του πεθερού πηγαίνουν «ποσετβάτσκες» επισκέπτριες για μια βδομάδα στο σπίτι των γονιών τους. Θα στρωθεί τραπέζι προς τιμήν του πεθερού (συμπέθερου) και αφού φάει Θα φύγει. Η νύφη θα επιστρέψει την επόμενη Κυριακή, συνοδεία του πατέρα της, στον οποίο θα στρώσουν τραπέζι. Επιστρέφει Κυριακή για να μην είναι η ίδια μέρα, ώστε να γεννά αγόρια και κορίτσια.
Καθ' όλη τη διάρκεια της φιλοξενίας στο πατρικό της σπίτι, η νύφη φιλοξενείται με τραπέζι από τους συγγενείς της. Στο τέλος, οι γονείς της κάνουν κι ένα δώρο σε ανάμνηση της φιλοξενίας, ένα είδος ρουχισμού ή παντόφλες.
Στις τρεις επόμενες εβδομάδες πηγαίνουν «ποσετβάτσκες» τα κορίτσια σε άλλα χωριά, σε συγγενικά ή και φιλικά σπίτια. Πηγαίνει ο οικοδεσπότης να πάρει την κοπέλα που Θα φιλοξενήσει με τα πόδια, αν ήταν από κοντινό χωριό, ή με τα άλογα και αργότερα με το κάρο, αν ήταν μακρινό. Πηγαίνει πρωινές ώρες και, αφού τον φιλέψουν επιστρέφει στο χωριό του το απόγευμα μαζί με την κοπέλα. Η κοπέλα βάζει μέσα σε ντορβάδες τα ρούχα της που Θα χρειαστεί κατά την φιλοξενία, φιλοξενείται από τυχόν συγγενείς, και φίλους που υπάρχουν στο ξένο χωριό και της κάνουν διάφορα δώρα.
Την επόμενη Κυριακή πηγαίνει ο πατέρας της να φέρει πίσω την κόρη του, αλλά παίρνει μαζί του και την κόρη των συγγενών, εάν έχουν, θα την φιλοξενήσουν με την σειρά τους κι αυτήν.
0 πατέρας φιλοξενείται στο συγγενικό σπίτι, του κάνουν πλούσιο τραπέζι και αναχωρεί το απόγευμα για το χωριό του. Ακολουθούν οι ίδιες διαδικασίες κατά την φιλοξενία της κοπέλας και μετά από μια εβδομάδα διαμονής, επιστρέφει με πλούσια δώρα όπως ποδιές, παντόφλες, κολιέδες κ.α.
Η φιλοξενία κοριτσιών συνεχίζεται και τις επόμενες εβδομάδες μέχρι την Ε' Κυριακή των Νηστειών που την λένε «Ντι-Λάζαρα» η οποία είναι γιορτή των τσιγγάνων και των μωαμεθανών.

Μήνου Γαβριήλ

Πέμπτη 4 Μαρτίου 2010

Η γειτονιά Τσεκούρι. Κείμενο του Δημητρίου Μεκάση

Η οδός Καλλέργη κυρίως, αλλά και οι κάθετοι δρόμοι Νικολούδη και Παπασταύρου, ήταν κάποτε η γειτονιά Τσεκούρι. Εκεί τελείωνε η πόλη προς τον βορρά, και πιο πάνω στην πλαγιά του βουνού ήταν λιβάδια και διάσπαρτοι μουσουλμανικοί τάφοι.
Δεν είναι πολύ παλιά γειτονιά. Από τις προφορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι η γειτονιά αυτή κατοικήθηκε πριν το 1800, από κατοίκους της γειτονιάς Βαρόσι. Φαίνεται ότι στο Βαρόσι δεν υπήρχαν διαθέσιμα σπίτια, καθώς ο χριστιανικός πληθυσμός αυξάνονταν, με αποτέλεσμα οι τούρκοι να πουλήσουν χωράφια για να χτιστούν τα πρώτα σπίτια αυτής της νέας γειτονιάς. Το Τσεκούρι ήταν πάντα μια χριστιανική γειτονιά.
Η τούρκοι την ονόμαζαν Τσουκούρ - Μαχαλά, που σημαίνει «η γειτονιά του λάκκου». Ίσως εννοούσαν το βαθούλωμα που υπήρχε στον σημερινό χώρο της Δημοτικής Αγοράς. Το πιθανότερο όμως ήταν η ύπαρξη του μουσουλμανικού νεκροταφείου, που υπήρχε πάνω στην πλαγιά, και μάλλον με την λέξη «τσουκούρ» που σημαίνει λάκκος εννοούσαν τους λάκκους των τάφων. Υπάρχει άλλο ένα σημαντικό στοιχείο, που συνηγορεί σε αυτήν την εκδοχή. Εκεί που τελειώνει η οδός Λοχαγού Μόδη και αρχίζει ο ανηφορικός δρόμος, ανάμεσα από τα σημερινά σπίτια του Γκέσου και του Καλογήρου, υπήρχε ένα μεγάλο κομμάτι βράχου. Είχε μήκος περίπου τρία μέτρα και πλάτος ένα μέτρο, ήταν γρανίτης και είχε σχήμα παραλληλογράμμου. Ήταν σαν ένα μεγάλο στενόμακρο τραπέζι, που οι μουσουλμάνοι πίστευαν ότι είχε πέσει από τον ουρανό. Τους ιερούς αυτούς μετεωρίτες οι μουσουλμάνοι τους ονόμαζαν «μπετέλ». Πάνω σε αυτόν το βράχο οι μουσουλμάνοι τοποθετούσαν τους νεκρούς τους, τους διάβαζαν και στην συνέχεια έπαιρναν το ανηφορικό δρομάκι, που οδηγούσε στα μνήματα. Το μέρος αυτό οι χριστιανοί το ονόμαζαν «Γκορνίτσκα», όπου σήμερα βρίσκεται η οδός Γρεβενών.
Στον κατάλογο των Ενοριών της Μητροπόλεως Φλωρίνης, του έτους 1907, η ενορία αναγράφεται ως «Σολάκ - Τσεσμέ», που σημαίνει στα τούρκικα «Η βρύση του αριστερόχειρα». Κανείς όμως από τους σημερινούς κατοίκους δεν είχε ακούσει ποτέ να ονομάζεται έτσι η Ενορία τους. Κάποτε όμως ένα παλιός κάτοικος αυτής της γειτονιάς μου είχε αφηγηθεί μια ιστορία, που ίσως είναι αληθινή. Μου είχε πει πως υπήρχε μια βρύση έξω από τον φούρνο του Βασδέκη, στην σημερινή οδό Καλλέργη, κοντά στο σημερινό ακατοίκητο σπίτι του Δημάρχου Παντελή Παπαθανασίου. Την βρύση αυτή οι χριστιανοί την ονόμαζαν «'Ιζβορι», και ήταν σαν πηγαδάκι, καθώς έπρεπε κανείς να κατέβει μερικά σκαλοπατάκια για να φτάσει στον σωλήνα, που έτρεχε το νερό. Κάτω από τον σωλήνα ήταν μια γούρνα που συγκεντρωνόταν το τρεχούμενο νερό, και με πήλινους σωλήνες έρεε στον χώρο όπου σήμερα η Δημοτική Αγορά, που βρισκόταν πιο χαμηλά και σχημάτιζε λάκκο. Από αυτή την βρύση πήρε η Ενορία το όνομά της ως «Σολάκ -Τσεσμέ» και όλη η γειτονιά, ως γειτονιά το «Τσεκούρι». Πιο σωστή όμως είναι η ονομασία «Τσολάκ Τσεσμέ», που σημαίνει «η βρύση του μονόχειρα», εξαιτίας ενός φριχτού γεγονότος που συνέβη ίσως στα μέσα του 19ου αιώνα, και όξυνε το μίσος μεταξύ των χριστιανών και μουσουλμάνων. Τι συνέβη; Ένας Τούρκος με μερικά γαϊδούρια φορτωμένα με καυσόξυλα έφτασε σε αυτή την γειτονιά, και όταν συνάντησε ένα νεαρό χριστιανό τον διέταξε να έρθει μαζί του να του ξεφορτώσει τα ξύλα και με ένα τσεκούρι να τα τεμαχίσει. Τότε οι τούρκοι ήταν αφέντες και οι χριστιανοί ραγιάδες. Κατά την παράδοση ο χριστιανός έπρεπε να υπακούσει στις εντολές του Τούρκου. 0 χριστιανός όμως αρνήθηκε και ο
Τούρκος τον ξυλοκόπησε μέχρι που ο νεαρός χριστιανός έπεσε κάτω λιπόθυμος. 0 Τούρκος πήρε το τσεκούρι και του σακάτεψε το δεξί χέρι, και έτσι λιπόθυμο τον πέταξε μαζί με το τσεκούρι, μέσα στην γούρνα της βρύσης 'Ιζβορι, που βρισκόταν μπροστά από τον φούρνο του Βασδέκη. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός, οι τούρκοι πανηγύριζαν, επειδή με αυτόν τον τρόπο τιμωρούσαν τους χριστιανούς ραγιάδες που δεν ήταν υπάκουοι. Και για να Θυμούνται αυτό το γεγονός ονόμασαν την βρύση «Σολάκ - Τσεσμέ», δηλαδή την «βρύση του αριστερόχειρα», και αν προσθέσεις ένα «Τ» γίνεται «Τσολάκ-Τσεσμέ», που σημαίνει η «βρύση του μονόχειρα». Αντίθετα οι χριστιανοί για να Θυμούνται το γεγονός άλλαξαν λίγο το όνομα της γειτονιάς και από «Τσουκούρ - Μαχαλά», ονόμασαν την γειτονιά τους «Τσεκούρι» για να θυμούνται το τσεκούρι που πετάχτηκε μαζί με τον νεαρό χριστιανό στην βρύση. Η ιστορία αυτή φαίνεται αληθινή. Οι χριστιανοί όμως επέμεναν να ονομάζουν την βρύση «'Ιζβορι», ενώ οι μουσουλμάνοι «Σολάκ - Τσεσμέ». Η βρύση αυτή καταστράφηκε, όταν ο Δήμος Φλώρινας κατασκεύασε το κεντρικό υδραγωγείο.
Υπήρχε άλλη μια βρύση σε αυτή την γειτονιά, που την προτιμούσαν, επειδή το νερό της ερχόταν από το βουνό. Την βρύση αυτή την ονόμαζαν «Γραμπέλιτσα» και βρισκόταν κοντά στο σπίτι του Γκέσου, στο σημερινό σταυροδρόμι των οδών Πέλλης, Αρριανού και Ολυμπιάδος.
Στη γειτονιά Τσεκούρι, από παλιά ξεχώριζε η οικογένεια Παπαθανασίου. Πολλοί Θυμούνται τον δραστήριο Δήμαρχο Παντελή Παπαθανασίου, που μας έχει αφήσει ένα εξαιρετικό άρθρο στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Αριστοτέλης», όπου αναφέρει σημαντικά γεγονότα για την κατάσταση στη Φλώρινα, στα τέλη του 19ου αιώνα. O παππούς του ήταν ιερέας, όπως και ο πατέρας του, ο Αθανάσιος Παπαθανασίου, που αργότερα έγινε αρχιμανδρίτης, και συμμετείχε στην επιτροπή, που την 6η Νοεμβρίου του 1912, από τα βουνά έφτασαν στο Αμύνταιο, όπου συνάντησαν τον ελληνικό στρατό για να τους αναγγείλουν να επιταχύνουν την προέλασή τους και να ελευθερώσουν την Φλώρινα, πριν φτάσει ο σερβικός στρατός.
Αλλά και ο Παντελής Παπαθανασίου ήταν δραστήριος άνθρωπος. Νέος ακόμη, πριν το 1912, μετά από ένα γλέντι πήρε μερικούς νεαρούς, που έπαιζαν μουσικά όργανα και πήγε έξω από το τούρκικο Δημαρχείο, όπου τραγούδησε τον ελληνικό Εθνικό Ύμνο, με την συνοδεία των μουσικών οργάνων. Η τουρκική αστυνομία τον συνέλαβε και τον έκλεισε στις φυλακές του Μοναστηρίου. Με ενέργειες όμως του Μητροπολίτη και των ελλήνων προεστών τον άφησαν ελεύθερο. Ήταν ιδρυτικό μέλος του μουσικού συλλόγου «Ορφέας», αλλά και εκδότης της εφημερίδας «ΕΜΠΡΟΣ». O Παντελής Παπαθανασίου πολιτεύτηκε με τον Φίλιππο Δραγούμη και εξελέγη βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος το 1920. Αργότερα, το 1951, εξελέγη Δήμαρχος Φλώρινας, δυο τετραετίες, μέχρι το 1959.
Μέχρι το 1924, που οικοδομήθηκε η Δημοτική Αγορά, η γειτονιά Τσεκούρι ήταν μια απομονωμένη γειτονιά στην βόρεια άκρη της πόλης, στους πρόποδες του βουνού. Μετά όμως, η γειτονιά αυτή ενώθηκε με την Δημοτική Αγορά και σχηματίστηκαν νέοι δρόμοι, που οδηγούσαν στον κεντρικό δρόμο. Το Τσεκούρι άλλαξε και αναβαθμίστηκε, καθώς η επικοινωνία με τον κέντρο ήταν πιο εύκολη.

Σε αυτή την γειτονιά κατοίκησαν πολλοί, άλλοι ως ιδιοκτήτες και άλλοι ως ενοικιαστές και είναι αδύνατο να καταγραφούν όλοι. Στην πάνω γωνία των οδών Καλλέργη και Στ. Δραγούμη ήταν τα καταστήματα οικοδομικών υλικών του Θωμά και του Περικλή Μηλώση, και οι οικίες τους. Στη συνέχεια στην οδό Καλλέργη ήταν η οικία του αυτοκινητιστή Τάκη Μαΐζη. Το αρτοποιείο του Κώτση Μπούτσιου και στο βάθος της αυλής το σπίτι του. Κάθετα είναι το δρομάκι, η σημερινή οδός Παπασταύρου Τσάμη. Ανεβαίνοντας αυτή την οδό στην δεξιά μεριά μετά τον γωνιακό φούρνο ήταν το σπίτι του γεωργού Ηλία Κάπτση. Μετά ήταν μια μικρή στενόμακρη είσοδος και στο βάθος το σπίτι των αδελφών Ευάγγελου, Πέτρου και Αθανάσιου Κλιγκάτση. Το σπίτι του Θαλή Κλιγκάτση, αρτεργάτη. Το σπίτι των περιπτεράδων Χαράλαμπου και Ιωάννη Νάτση. Το σπίτι της Ολυμπίας Δημητρίου, που ζούσε στην Αμερική, και το νοίκιαζε. Σε αυτό έμειναν πολλοί, όπως ο Λάζαρος Χάσος και άλλοι. Στην γωνία, στην οδό Αρριανού έμενε ο μπακάλης Πέτρος Χασόπουλος. Στο ίδιο σπίτι αργότερα έμενε ο Ευάγγελος Σιούτης. Στην απέναντι γωνία έμενε ο ψιλικατζής Λάζαρος Σπύρου, και κατεβαίνοντας την οδό Παπασταύρου Τσάμη, πιο κάτω έμενε ο ηλεκτρολόγος Βύρων Αποστόλου, ο δικαστικός υπάλληλος Μιχάλης Κόκκος και ο δημοσιογράφος Τηλέμαχος Κόκκος μετά ήταν το σπίτι του Λεωνίδα Γρηγορίου, το σπίτι του Παντελή Παπαδάμου, το σπίτι του Γεώργιου Αργυρόπουλου και των γιων του Ευάγγελο και Ιωάννη. 0 Ιωάννης Αργυρόπουλος ήταν φαρμακοποιός και διορίστηκε Δήμαρχος Φλώρινας, την περίοδο 1972-74. Συνεχίζοντας, πιο κάτω ήταν το σπίτι του Χρήστου Μεράκη, όπου μετά έμενε ο γαλακτοπώλης Θεόδωρος Πιτίκας, και κάτω στην γωνία το σπίτι του Κώστα Μανίκα, πράκτορα ταξιδιών. Συνεχίζοντας την οδό Καλλέργη μετά την γωνία ήταν το σπίτι και το τσαγκαράδικο του Αναστάσιου Παπακωνσταντίνου, το σπίτι του έμπορου Σταύρου Παγίνα, που υπάρχει και σήμερα, το σπίτι του σερβιτόρου Θεόδωρου Τσώνα, το σπίτι του Νικόλαου Τέρπκου, που ήταν μετανάστης στην Αμερική, το σπίτι του Ραπτόπουλου, και στην γωνία όπου κάποτε στεγαζόταν το Ταχυδρομείο ήταν το σπίτι του Χρήστου και Γεώργιου Τέρπκου, όπου αργότερα έμεναν ο καφετζής Γεώργιος Πραπαβέσης και ο αδελφός του Ευάγγελος. Ανεβαίνοντας την οδό Νικολούδη, από την δεξιά μεριά μετά την γωνία ήταν το σπίτι του μπακάλη Αναστάσιου Παπαδημητρίου. Μετά ήταν ένα αδιέξοδο στενάκι, όπου ήταν το σπίτι της Αρχόντας Γούνα, το οποίο αργότερα το αγόρασε ο ζωγράφος Φλωέλ (Γιώργος Γαζέας), όπου έμενε και ζωγράφιζε. Στο ίδιο στενάκι ήταν και το σπίτι της Φανής Γούνα. Μετά ήταν το σπίτι της Αλεξάνδρας Κολέντση, το σπίτι της νοσοκόμας Αγγέλας Χατζηϊωάννου, που υπάρχει και σήμερα, το σπίτι των κηπουρών Ηλία και Γρηγόρη Δότη, το σπίτι των ποιμένων Λάκη και Παντελή Κάπτση και στην γωνία το σπίτι του Αναστάσιου Πηλείδη. Στην απέναντι γωνία ήταν το σπίτι του αυτοκινητιστή Φίλιππου Λούλιου και κατεβαίνοντας την οδό Νικολούδη το επόμενο σπίτι ήταν του ποτοπώλη Τιμολέοντα Μποζίκα, το σπίτι του καντηλανάφτη Μιχάλη Τσιγούλη και του αδελφού του κηροπλάστη Γκόγκα Τσιγούλη, το σπίτι του Νίκου και
Αναστάση Κεραμιτζή, οι οποίοι λειτουργούσαν καζάνι για την απόσταξη του τσίπουρου στην αυλή τους, το σπίτι του κηπουρού Πέτρου Καλλίνη και στην γωνία των οδών Νικολούδη και Καλλέργη το σπίτι του Μιχάλη Καλλίνη, που είχε μαγαζί ξηρών καρπών στον πεζόδρομο και ήταν ο πρώτος που έφερε τα σάντουιτς τοστ στη Φλώρινα.
Συνεχίζοντας την οδό Καλλέργη, μετά την γωνία ήταν το σπίτι του δημοσίου υπαλλήλου Τάκη Κάικου, το σπίτι του Πέτρου Σουλτάνου, που ήταν γνωστός ως «Κιόρ-Πέτσες», και ήταν ο μεγαλύτερος περιστεράς της προπολεμικής Φλώρινας. Είχε περισσότερα από τετρακόσια περιστέρια στο κτήμα του στο Νέο Δρόμο, και από αυτόν αγόραζαν περιστέρια οι νέοι περιστεράδες τότε που πολλοί Φλωρινιώτες εκτρέφανε περιστέρια στις αυλές τους και χαιρόταν το πέταγμά τους αλλά και συμμετείχαν στο παιχνίδι των περιστεριών, δηλαδή με το δικό τους σμήνος περιστεριών, κατέβαζαν στην αυλή τους τα περιστέρια των άλλων, και τα ξένα περιστέρια γινόταν δικά τους. Στο ίδιο σπίτι έμενε και ο ράφτης Δημήτρης Σουλτάνος (Μαφίστης). Μετά ήταν το σπίτι του αείμνηστου Δημάρχου Παντελή Παπαθανασίου, το οποίο υπάρχει και σήμερα και είναι ακατοίκητο. Το διπλανό σπίτι ήταν του κηπουρού Σάββα. 'Ένα αδιέξοδο δρομάκι οδηγούσε στο σπίτι του φιλόλογου καθηγητή Δημήτρη Κάπτση, το σπίτι του Αλέκου Αλεμπάκη και το σπίτι της Δόμνας Ασίκη. Το σπίτι του μπακάλη Θεόδωρου Γούτη, ο φούρνος του Γιώμγου Βασδέκη, όπου έμενε και ο αδελφός του ελαιοχρωματιστής Κώστας Βασδέκης, το σπίτι του Σωτήρη Σκύρου, που πουλούσε λαχανικά, ψάρια και αυγά στο παζάρι, το σπίτι του Θεόδωρου Λιάμπα, το σπίτι του Μιχάλη Τσάπανου, το σπίτι του Αλέξανδρου Σιώμου, που δούλευε στα βενζινάδικα, και μετά ήταν τα σπίτια των Δημήτρη, Λάζαρου και Παντελή Μυλωνά, με κοινή αυλή, όπου μεγάλωναν δεκαέξι παιδιά και συνολικά κατοικούσαν είκοσι δύο άτομα. Μετά ήταν το σπίτι του Σπύρου Μπάγιου, που πουλούσε στους δρόμους κρεμάκια (μπεζέδες), και του αδελφού του Πέτρου που ήταν μάγειρας στο Ξενία. Το σπίτι του Ναούμη Κάπτση και του φούρναρη Νικόλαου Κάπτση, και στην γωνία των οδών καλλεργη και Λοχαγού Μόδη το σπίτι του αυτοκινητιστή Μιχαήλ Πατσούρη, που εκτελέστηκε από τους γερμανούς στην Κατοχή 'Ήταν η τελευταία εκτέλεση στην πόλη της Φλώρινας.
Στην κάτω γωνία των οδών Καλλέργη και Στεφάνου Δραγούμη, απέναντι από τον Μηλώση ήταν το χαλβαδοποιείο του Παντελή Κουγιουμτζόγλου και στον πάνω όροφο το ιατρείο του Γεωργίου Σπυρόπουλου. Το γωνιακό αυτό κτήριο υπάρχει και σήμερα. Μετά ήταν η οικία του τεχνίτη μηχανών Ευάγγελου Καραμπέτσου, το πεταλωτήριο του Ηλία, Παντελή και Νικόλαου Τούζου, με μεγάλη αυλή, η οικία του Θεόδωρου Προδάνου, που εργαζόταν ως ελεγκτής στα λεωφορεία, πάντα κεφάτος και με μοναδικά αστεία, που πολλά από αυτά και σήμερα διηγούνται οι παλαιότεροι. Μετά ήταν το σπίτι και το τσαγκαράδικο του Τασούλη
Πύρζα, εκεί έμενε και ο Δημοσθένης Πύρζας, πράκτορας ταξιδιών και στην γωνία της οδού Ταγματάρχου Ναούμ ήταν η οικία του Δημήτριου Νεστορόπουλου, που ήταν μετανάστης στην Αμερική. Στην άλλη γωνία ήταν ένα οικόπεδο του Πέτρου Καλλίνη, που αργότερα το αγόρασε ο Ευάγγελος Λιάκος και έχτισε το σημερινό σπίτι. Μετά ήταν η οικία του μανάβη Πέτρου Μποζίκα και στην γωνία της οδού Βασιλέως Φιλίππου, όπου σήμερα το καφενείο του Καλικράγα ήταν μια βρύση του Δήμου Φλώρινας και η παράγκα του Χριστόδουλου του μαχαιρά, που έφτιαχνε και ακόνιζε μαχαίρια. Στην άλλη γωνία ήταν ένα οικόπεδο και ο στάβλος του Βασίλη, όπου οι χωρικοί πλήρωναν και στάβλιζαν τα ζώα τους την ημέρα του παζαριού. Δίπλα ήταν η οικία του ταξιτζή Αναστάσιου Τσώνα, του ψιλικατζή Δημήτριου Τσώνα και του υπαλλήλου της Τραπέζης της Ελλάδος Θεόδωρου Τσώνα. Μετά ήταν το σπίτι της Ντότσας και ένα στενό δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι του Μιχάλη Μίχτη, που ήταν μπακάλης και μελισσοκόμος. Ακολουθούσε η οικία Κλεάνθη Πούρδη και του μανάβη Ευάγγελου Πούρδη και στην γωνία της οδού Λοχαγού Μόδη ο φούρνος του Πέτρου Νάση. Αργότερα ο Φούρνος αυτός νοικιάστηκε από τον Μιχαήλ Οτζάκη.
Αυτή ήταν η γειτονιά Τσεκούρι πριν η πόλη επεκταθεί προς την πλαγιά του βουνού, αλλά και πριν χτιστούν οι πολυκατοικίες. Κάποτε εκεί στους πρόποδες του βουνού τελείωνε η πόλη, μετά όμως την δεκαετία του 1920, η πόλη επεκτάθηκε και το Τσεκούρι έγινε μια κεντρική γειτονιά. Ήταν μια όμορφη γειτονιά γεμάτη μικρά σπίτια και αυλές. Όλα όμως άλλαξαν στην δεκαετία του 1970, όταν άρχισαν να χτίζονται οι τσιμεντένιες πολυκατοικίες, χωρίς γούστο και καλαισθησία. Άχαρες, ψηλές πολυκατοικίες στην θέση των μονοκατοικιών. Η γειτονιά Τσεκούρι έχασε την γραφικότητά της και έγινε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά στο κέντρο της πόλης.

Δημήτρης Μεκάσης 12-2-2010