Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

Η γειτονιά Βαρόσι και η παλιά αγορά. Μέρος Δ΄. Μεκάσης Δ.


H σημερινή οδός Νικολάου Πύρζα πριν το 1922 δεν υπήρχε. O δρόμος, από την μεριά της πλατείας, έφτανε μέχρι το σπίτι του Καπουλίτσα και έστριβε και έβγαινε στο ποτάμι εκεί που βρίσκεται το σπίτι του Παπαθανασίου. Όταν άνοιξε ο δρόμος απαλλοτρίωσε τμήμα της αυλής της οικίας Πύρζα και το δρομάκι έγινε αυλή της οικίας Παπαθανασίου. Η νέα οδός ονομάστηκε οδός Θεσσαλονίκης. Αργότερα όμως, μετά τον θάνατο του Μακεδονομάχου Λάκη Πύρζα, η οδός μετονομάστηκε σε οδός Νικολάου Πύρζα. Σε αυτή την οδό, στην γωνία στο ποτάμι μετά το σπίτι του Τοτό Σαπουντζή υπήρχαν μερικά μαγαζιά, όπως τα αλατοτριβείο του Λάζαρου Σαπουντζή και στην γωνία με την οδό Θράκης, η οικία Περικλή Φίσκα. Στα χρόνια της τουρκοκρατία όλα αυτά ανήκαν στην οικογένεια του Μουφτή Χουλασή, όπως και ο πύργος (κουλάς) που βρισκόταν πίσω από την οικία Φίσκα. Στην άλλη γωνία υπάρχει ακόμη το σπίτι του Βασίλη Σταυρέτη και δίπλα ένα φούρνος που τον νοίκιαζε ο Γιώργος Λαζαρίδης. Μετά ήταν το σπίτι κάποιου 'Εφτου, και εκεί τελείωνε η οδός. Απέναντι ήταν το Ξενοδοχείο «Πανελλήνιο» ιδιοκτησίας Σαμαρά, χτισμένο το 1924. Πιο κάτω το σπίτι του Λάζαρου Ζάικου, του Ιωάννη Καπουλίτσα, του Ιωσήφ Δάφκου, το Μονοπώλιο τον κράτους, όπου πουλιόταν το αλάτι, τα σπίρτα, το καθαρό πετρέλαιο και οι τράπουλες. Διευθυντής το Μονοπωλίου ήταν ο οπλαρχηγός και Μακεδονομάχος Λάκης Πύρζας και δίπλα στη γωνία ήταν το αρχοντόσπιτο του, χτισμένο στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας.
Συνεχίζοντας τον παραποτάμιο δρόμο μετά την γωνία του Πύρζα είναι το σπίτι των αδελφών Μέλλιου, του Αγησίλαου Παπαθανασίου, του Μενέλαου Τσαρουχά, του Δημήτρη Βαλάκα, και μέσα στις αυλές του Ιωάννη Μπαξωρλή και του Χαρίλαου Κικιλίντζα. 'Έξω στον δρόμο ήταν το, σπίτι της Βασιλικής 'Εβδα, και το επόμενο του παπά-Δημήτρη Παπαδράμπη, και στην γωνία με την οδό Βασ. Γεωργίου, το σπίτι των αδελφών Κλείτου και Δημήτριου Ιωαννίδη.
Στην άλλη γωνία, όπου σήμερα είναι η αυλή της εκκλησίας υπήρχαν πολλά μικρά σπίτια. Δίπλα στην είσοδο της εκκλησίας ήταν η οικία Χαράλαμπου Αριστείδου, στην γωνία η οικία Γεώργιου Μητσούλη, δίπλα ήταν η οικία Ηλία Κουραμπία, η οικία Ντάντσιου Φιλίππου και μετά ένα στενό δρομάκι που οδηγούσε σε τρία σπίτια. Ήταν του Νικόλαου Νόλη, του Σωτήρη Γρίβα, και το πατρικό της Βέρας Χατζηϊωάννου. Μετά ήταν η οικία Κώστα Παναγιώτου, που υπάρχει και σήμερα. Δίπλα όπου σήμερα το σπίτι του Γιώργου Φωτιάδη, ήταν το σπίτι του μεγάλου ποδοσφαιριστή Σίμου Παπαλαζάρου (Χατζηβαρδέα), η οικία Παντελή Βλάση, η οικία Δανιήλ Κοζάρη, και στην γωνία όπου σήμερα η ταβέρνα «Βαρόσι» ήταν το ζαχαροπλαστείο «Ολύμπια», του Δημήτριου Γιάτα (Σπουδαίος).
Στην άλλη γωνία της οδού Ταγμ. Φουλεδάκη ήταν το ταβερνάκι του Πορτοκάλη, το σπιτάκι αυτό υπάρχει και σήμερα, δίπλα ήταν το σπίτι του φούρναρη Θεόδωρου Γροσδούλη, και μετά το ερειπωμένο σπίτι που υπάρχει και σήμερα, του τσαγκάρη Νικολάκη Σομπατζή, παλιότερα ήταν του Καρζάτη. Πίσω από αυτό το σπίτι ήταν ο πύργος (κουλάς). Μετά ήταν μια στενόμακρη είσοδος, που οδηγούσε στην οικία τον τσιφλικά Νικόλαου Ζέγα, όπου μετά κατοίκησε για πολλά χρόνια ο Ηρακλής Τσελίδης. Τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας ο Νικόλαος Ζέγας, που καταγόταν από την Κασσάνδρα Χαλκιδικής, αγόρασε από τον Σελήμ Αγά αυτό το σπίτι, τον πύργο και ένα τσιφλίκι στο Αρμενοχώρι. Μετά ήταν η οικία Ναούμ Γούτη, όπου τα τελευταία χρόνια είχε εργαστήριο ζωγραφικής η Στέλλα Γκολίτση. Το σπίτι όπως κάηκε και μαζί πολλοί πίνακες της ζωγράφου, και μετά κατεδαφίστηκε.
Όπου σήμερα το 3ο γυμνάσιο, κάποτε ήταν ένα πανέμορφο επιβλητικό κτήριο, όπου στεγαζόταν τα γυμνάσια αρρένων και θηλέων, και αργότερα το οικονομικό γυμνάσιο. Το κτήριο αυτό χτίστηκε από τους βούλγαρους, την περίοδο 1905-10, και λειτούργησε μέχρι το 1912 ως γυμνάσιο και οικοτροφείο. Τότε δεν είχε αυλή, επειδή μια σειρά σπίτια και μαγαζιά ήταν κατά μήκος του δρόμου. Όλα αυτά ανήκαν στον Σελήμ αγά, καθώς και ο πύργος. O Σελήμ όμως με την πάροδο του χρόνου τα ξεπούλησε όλα. Από τον Σελήμ οι βούλγαροι αγόρασαν το οικόπεδο και έχτισαν το γυμνάσιο, το οποίο κατεδαφίστηκε το 1978, και λίγο αργότερα χτίστηκε το σημερινό κτήριο του 3ου γυμνασίου.
Για τους υπόλοιπους δρόμους του Βαροσίου έχω γράφει σε διάφορα περιοδικά και τοπικές εφημερίδες, για αυτό δεν Θα αναφερθώ σε αυτούς. Μένει λοιπόν η οδός Μητροπόλεως, το κτήριο της Μητροπόλεως και ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα, που βρίσκονται στο Βαρόσι. Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα χτίστηκε υπό τους βουλγάρους, την περίοδο 1905-1910, με χρήματα εράνων που έγιναν στην πόλη και στα χωριά.
Οι έλληνες δεν έδωσαν χρήματα, αλλά επειδή θα χτιζόταν χριστιανικός ναός και έπρεπε κάτι να δώσουν, έστω και μια πέτρα για τα θεμέλια.
Οι περισσότεροι προτίμησαν να δώσουν τις τετράγωνες πέτρες που είχαν έξω από τα σπίτια τους, όπου καθόταν και απολάμβαναν τα καλοκαιρινά βράδια. O ναός χτίστηκε δίπλα από την ελληνική Μητρόπολη, καθώς υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός μεταξύ της πατριαρχικής και της εξαρχικής εκκλησίας.
H ελληνική Μητρόπολη στεγάστηκε εκεί στην δεκαετία του 1860, σε ένα τριώροφο ξύλινο κτήριο. Αργότερα ο Μητροπολίτης Ιωαννίκιος το 1902 έχτισε το σημερινό κτήριο της Μητροπόλεως. Μετά την απελευθέρωση του 1912, ο βουλγάρικος ναός μετατράπηκε σε ελληνικά και ο άγιος Παντελεήμονας έγινε πολιούχος της πόλης μας. Και έγινε επειδή πάνω από το Βαρόρι στον λόφο υπήρχε από πολύ παλιά το εκκλησάκι του αγίου Παντελεήμονα, όπου γιόρταζαν οι Φλωρινιώτες, τότε που κανένας ναός δεν υπήρχε στην πόλη. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα όμως, τον άγιο Παντελεήμονα, ως πιο παλιό άγιο της πόλης μας, τον διεκδικούσαν και οι δυο παρατάξεις και τον τίμησαν. Οι βούλγαροι του έχτισαν ναό και οι έλληνες τον έκαναν πολιούχο της Φλώρινας.
Υπάρχει και η οδός Ιωανικίου, ένα μικρός δρόμο, που αρχίζει από τον Κεντρικό και φτάνει στο κτήριο της Μητροπόλεως. Σε αυτό τον δρόμο, από την μια μεριά ήταν το ξενοδοχείο "Θεσσαλονίκη" των αδελφών Τραγιανού και Λάζαρον Σιάκου και απέναντι ήταν το μεγάλο πανδοχείο των αδελφών Χρήστου και Ευάγγελου Σιάμκουρη και δίπλα ήταν οι είσoδoι των σπιτιών του Γεωργίου, του Παντελή, του Θεόδωρου και του Ευάγγελου Μούλη.
Η οδός Μητροπόλεως άρχιζε από το αρχοντικό Εξάρχου, μετά ήταν η είσοδος του κτηρίου της Μητροπόλεως, όπου υπήρχε και μια βρύση, ακολουθούσε ο ψηλός μαντρότοιχος της αυλής της Μητροπόλεως, και μετά ήταν το δερματοπωλείο του Αναστάσιου Λουκίδη. Μετά ήταν η πλαϊνή είσοδος του ναού και ο ναός. Από την άλλη μεριά του δρόμου,
αρχίζοντας από την γωνία ήταν το συνεταιριστικό Συμβολαιογραφείο του Χρήστου Κώττα, του Γεώργιου Δημητρίου και τον Αναστάσιου Χατζηχρίστου και μετά ήταν η αυλή του ξενοδοχείου «Θεσσαλονίκη», Από την άλλη γωνία, όπου σήμερα το εκκλησιαστικά γυμνάσιο ήταν μια σειρά καταστημάτων, που ανήκαν στην ελληνική Εκκλησία. 'Ηταν το εργαστήριο φύλλων κρούστας του Μπακούλη, το εργαστήριο υποδημάτων του Κουτουράτσα, το εργαστήριο υποδημάτων τον Βαραδίνη, το ξυλουργείο του Αντώνη και Ανέστη Ταλιαδιώρου, το ποδηλατάδικο του Γιώργου Παπαγεωργίου, και η είσοδος της αυλής του σπιτιού τον Πίδη (Ευριπίδη). Σε ένα από τα σπίτια αυτής της αυλής στεγαζόταν το ελληνικά σχολείο, πριν η ελληνική κοινότητα αγοράσει το σπίτι του Ιζέτ Πασά. Στο επόμενο μαγαζί έκαμνε πρόβες η χορωδία, και τέλος στην γωνία ήταν το εργαστήριο του Ηλία Βυζάντη, που ήταν επιγραφοποιός, ζωγράφος και φυσιολάτρης.
Αυτό ήταν το Βαρόσι στον 20ο αιώνα, το κέντρο της πόλης, όπου έμεναν οι πιο ευκατάστατοι οικονομικά, αλλά και οι μορφωμένοι.'Ηταν κάποτε η χριστιανική αριστοκρατική γειτονιά, όπως έλεγαν οι Φλωρινιώτες. 0 Αθανάσιος Μπέλτσος μάλιστα, που είχε πανδοχείο και μπακάλικο στην οδό Κ. Παλαιολόγου έλεγε: «Αν δεν έχεις σπίτι στο Βαρόσι και αμπέλι στο Ουρδέσι δεν είσαι τσορμπατζής». Με την λέξη «τσορμπατζής» οι Φλωρινιώτες εννοούσαν τον άρχοντα, τον πλούσιο και τον νοικοκύρη.
Στην δεκαετία του 1920 όμως το Βαρόσι διχοτομήθηκε. Από την μεγάλη γέφυρα της εκκλησίας και μέχρι την μεγάλη γέφυρα των δημοτικών σχολείων, αυτό το τμήμα ονομάστηκε «Γιάζι». Ονόμασαν έτσι αυτό το τμήμα του Βαροσίου, τα παιδιά της γειτονιάς που έπαιζαν στους πρόποδες τον βουνού, στο αυλάκι Γιάζι. «Τα παιδιά του Γιάζι» ήταν η πρώτη ονομασία της παρέας των παιδιών, που έδωσαν το όνομα Γιάζι σε αυτό το τμήμα του Βαροσίου. Λίγο αργότερα η ονομασία Βαρόσι ξεχάστηκε, αλλά επανήλθε τα τελευταία χρόνια.
Με την ανάπλαση του χώρου που έκανε ο Δήμαρχος Στέφανος Παπαναστασίου, το Βαρόσι έγινε πάλι πόλος έλξης των Φλωρινιωτών, όμως τα ερείπια των παλιών σπιτιών μειώνουν την αρχοντιά του. Παρόλα αυτά το Βαρόσι είναι μια ωραία γειτονιά. Και εμείς που μεγαλώσαμε στο Βαρόσι, αλλά οι περισσότεροι δεν μένουμε εκεί, ιδρύσαμε τον σύλλογο για το περιβάλλον και το πολιτισμό «Το Βαρόσι», ώστε να συνεισφέρουμε και εμείς στον εξωραϊσμό της ιστορικής αυτής γειτονιάς.

Δημήτρης Μεκάσης
10-6-2009

Η γειτονία Βαρόσι και η παλιά αγορά. Μέρος Γ΄. Μεκάσης Δ.


Μετά είναι η οδός Μπιζανίου, όπου παλαιότερα δεν υπήρχαν σπίτια. Αυτά άρχιζαν να χτίζονται μετά το 1900. Ανεβαίνοντας προς τα πάνω, μετά το
Μουσείο ήταν το σπίτι του οικοδόμου Αθανάσιου Σιαπάζου, από τον Ακρίτα. Το σπίτι του γεωργού Στέφανου Σοκλαρίδη, από την Πρέσπα. Μετά είναι ένα αδιέξοδο δρομάκι, όπου έμενε η Κατίνα Τοπάλη, και ο οικοδόμος Χρήστος Καμπέρας, από τα Άλωνα. Πιο ψηλά ήταν τα σπίτια του Γιώργου Δημητριάδη ή Παπά, από το Πολυπόταμο, όπου έμενε και ο γιος του Βαγγέλης Παπάς που ήταν ταχυδρόμος. Δίπλα έμενε ο ξυλουργός Αθανάσιος Φιλίππου, πατέρας του ωρολογά Πέρου Φιλίππου, από το Πολυπόταμο. Συνεχίζοντας την οδό Μπιζανίου ήταν τα σπίτια των μανάβηδων Παντελή και Στέφανου Βαραδίνη, και το σπίτι του Βαγγέλη Ιωαννίδη. Από την άλλη μεριά του δρόμου το τελευταίο σπίτι ήταν του βαρελά Ναούμ Γούτη, από το Πισοδέρι. Πιο κάτω το σπίτι του κτηνοτρόφου Πέτρου Γιουρούκη, από τα Άλωνα. Το μαντρί του βρισκόταν αρκετά χιλιόμετρα έξω από την Φλώρινα στον δρόμο προς τα Άλωνα. Το σπίτι του γεωργού Ηλία Γιούρση ή Κούρτη, από τα Άλωνα. Πιο κάτω το σπίτι του Πασχάλη Σιαλιάκου, από τον Πολυπόταμο. Μέσα στο αδιέξοδο δρομάκι το σπίτι του γεωργού Δημήτρη Κιάντου, από το Βαψώρι. Μετά το υπέροχο σπίτι του πολιτικού μηχανικού Θεόδωρου Νικολαϊδη. Στην γωνία στο ποτάμι, το σπίτι του μαραγκού Δημήτριου Καλταμπάνου, από το Νεοχωράκι. Στην οδό Μπιζανίου τα περισσότερα σπίτια χτίστηκαν από μετανάστες, που γύρισαν από την Αμερική. Στην δεκαετία του 1920 πολλά σπίτια έχτισε και ο εργολάβος Λάζαρος Παπατριανταφύλλου, και τα πουλούσε στους ενδιαφερόμενους.
Μετά την γωνία της οδού Μπιζανίου, συνεχίζοντας τον παραποτάμιο δρόμο προς τα κάτω είναι το σπίτι του Τριαντάφυλλου Καλταμπάνου, και αργότερα τον γιου του Ευάγγελου Καλταμπάνου, αρτεργάτη. Μετά ήταν το σπίτι των αδελφών Κοραΐτσα. O Λάζαρος ήταν τσαγκάρης, ο Αθανάσιος κουρέας και ο Φίλιππος ασάζης (νυχτοφύλακας της αγοράς). Γιος του Φίλιππα ήταν ο γνωστός Μανασής, που έγινε καλόγερος. Μετά ήταν τα σπίτια της οικογένειας Μπούτσκου.
O Ιωάννης Μπούτσκος διατέλεσε και Δήμαρχος Φλώρινας κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Στην γωνία ήταν το σπίτι του Θεόδωρου, Ιωάννη και Δημήτριου Τυρπένου. Στην οδό Καπετάν Ναούμ ήταν το σπίτι του βοσκού Αναστάσιου Μπούτσκου, του Χρήστου Ταλλίδη, του Κώστα Ροσενλή, του Μιχάλη και Στέφανου Σαμαρά, του Αναστάσιου Ιωαννίδη, του Τσούρλη, του Ηλία Τυρπένου και στην γωνία του Αθανάσιου Τυρπένου.
Μετά την γωνία συνεχίζοντας ήταν το σπίτι του Θεόδωρου Ναούμ, και μέσα στο αδιέξοδο στενάκι το σπίτι του Σωτήρη Νικολάου, του Βαγγέλη του ξυλοκόπου, τον Σπύρου Παπαλαζάρου, του Γεώργιου Δαμιανού. Στη συνέχεια στον δρόμο του ποταμού είναι το σπίτι του αξιωματικού Πέτρου Χατζηλάμπρου, όπου στεγάζεται και το εργαστήριο ζωγραφικής του Γρηγόρη Χατζηλάμπρου. Μετά ήταν το σπίτι του Ζαχαρία Κάνεβα, του Θεόδωρου Άλτα, του Γεώργιου Γρούιου, του Ηλία Μποζίνη, του Νικόλαου Σεκέρη, του Φιλιππίδη, του Στέφανσυ και Δημήτριου Λοκμάνη, και όπου σήμερα η καφετέρια και το σπίτι του Θανάση Νικολαΐδη ήταν το σπίτι του Δημήτριου Δημούση, όπου έμενε ο Αλέκος Άσπρος, αλλά και αρκετά χρόνια ο κουρέας Οδυσσέας Παπανέστωρας. Μετά είναι το αδιέξοδο δρομάκι όπου ήταν τα σπίτια του Κώστα Ροσενλή, του Ηλία και του Βασίλη Σιώτη, του Αλέκου, Θανάση, Νικολάκη και Θωμά Παπαθεοδώρου, του Μιχάλη Σαπουντζή, και στην γωνιά προς το ποτάμι το σπίτι του Θέμη και Ανέστη Χάρη, που ανακαινίστηκε πρόσφατα. Συνεχίζοντας τον δρόμο του ποταμού μετά το σπίτι του Χάρη ήταν το σπίτι του Αλέκου (Μπένου) Μπέλλη, του Βασίλειου Παπαγεωργίου και δίπλα στέκει ακόμη το μισογκρεμισμένο σπίτι του Παντελή Νάστη. Ιστορικό αυτό το σπίτι, καθώς από αυτό ο Καπετάν Ναούμης απήγαγε τον τούρκο καϊμακάμη, κατά την διάρκεια ενός γλεντιού, όπως συνήθιζαν να κάνουν οι μουσουλμάνοι όταν είχαν ραμαζάνι. Η απαγωγή αυτή έγινε το
1881. Μετά ήταν το σπίτι του Αναστάσιου και Ιωάννη Σαπουντζή. Το επόμενο σπίτι είναι το αρχοντικό του Στέργιου (Τέγου) και Ιωάννη Σαπουντζή. O Τέγος Σαπουντζής ήταν ο πρώτος δήμαρχος μετά την απελευθέρωση του 1912. Το αρχοντόσπιτο αυτό χτίστηκε το 1918, από το εργολάβο Δημήτριο Τούση, με γαλάζια πέτρα, από τα λατομεία της Κορυτσάς. Μετά ήταν το γωνιακό σπίτι του Δημήτριου Βαραδίνη, όπου σήμερα η πολυκατοικία του Παύλου και του Ιωσήφ Δάφκου. 'Ενα αδιέξοδο δρομάκι οδηγεί στα σπίτια του Γεώργιου Βερμπελή, του Σπύρου Ασίκη και στο βάθος το κόκκινο αρχοντόσπιτο του Νικόλαου Χάσου, ιατρού και δήμαρχου Φλώρινας προπολεμικά. Πέθανε ως δήμαρχος κατά την γερμανική Κατοχή. Σε αυτό κατοικεί ο γιος τον Νίκος Χάσος, ιατρός, ο οποίος διετέλεσε και δήμαρχος Φλώρινας. Το οικόπεδο αυτό το είχε αγοράσει ο Γρηγόριος Σαπουντζής πεθερός του Νικόλαου Χάσου, όταν ήρθε από την Κέλλη με τα αδέλφια του για να γλυτώσουν από τους βούλγαρους κομιτατζήδες. Το 1905 έχτισε ένα σπιτάκι και τα 1919 έκανε την προέκταση και το σπίτι πήρε την σημερινή του μορφή. Στην γωνία όπου σήμερα το εστιατόριο «Η άλλη όχθη» ήταν το σπίτι του παπά-Χρήστου Παπακωνσταντίνου και του γιου του Νώντα Παπακωνσταντίνου, υπάλληλου της Αγροτικής Τράπεζας. Στην άλλη γωνία ήταν το σπίτι του Πέτρου Βούλτση. Η οδός Γιαννοπούλου οδηγεί στο βουνά. Αυτό το μέρος οι Φλωρινιώτες το ονόμαζαν «Διαμάντι». Πιο πάνω κυλούσε το ποταμάκι Γιάζι και λίγο πιο ψηλά ήταν το εξοχικά καφενείο του Τέγου. Το καφενείο αυτό ήταν το κέντρο της ελληνικής νεολαίας της Φλώρινας, τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας. Σε αυτά γινόταν όλες οι συναντήσεις και οι μουσικές εκδηλώσεις. Κάτω από τα καφενείο το μέρος ήταν αμφιθεατρικό. Εκεί λοιπόν ο γαλλικός στρατός κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έφερνε Θεατρικές ομάδες. Ο Θίασος «Κομεντί Φρανσέ» έδωσε πολλές παραστάσεις στο Γιάζι, για τον γαλλικό στρατό και την νεολαία της Φλώρινας. Το μέρος αυτό οι Φλωρινιώτες συνήθιζαν να το ονομάζουν «Γαλλικό Θέατρο».
Μετά το γωνιακά σπίτι του Βούλτσn, στην οδό Γιαννοπούλου ή Διαμάντι, είναι το σπίτι του Ιωάννη Σαμαρά, του Σίμου Κώτσιου και απέναντι παλιά ήταν ένα πανδοχείο. Στην άλλη γωνία στο ποτάμι ήταν το σπίτι του Αθανάσιου Κίγκου.
Συνεχίζοντας τον παραποτάμιο δρόμο, μετά το σπίτι του Κίγκου, είναι τα δυο σπίτια του Δημήτριου Νεδέλκου. Το επόμενο ήταν το σπίτι της Θωμαής Γκέκας, όπου ήπιε καφέ ο γνωστός ηθοποιός Ντίνος Ηλιόπουλος σε μια παραποτάμια βόλτα του, όταν είχε έρθει με κάποιο θίασο στη Φλώρινα, στο τέλος της δεκαετίας του 1950. Το σπίτι του Θεόδωρου (Τόνια) Τσιγαρίδα-Νικολάου ήταν γωνιακό στο αδιέξοδο δρομάκι. Σε αυτό ήταν τα σπίτια της Υπαπαντής Δογούλη, του Λάζου και του Στέφανου Δογούλη, του Νίκου, Γιώργου και του Δημήτρη Κατσάκη και στη γωνία το σπίτι του γουναρά και ζωγράφου Γιώργου Παυλίδη. Μετά ήταν τα σπίτια του Σπυράκη, του Δημήτρη Βέγλη, του Αντώνη Πισίρη, του Αναστάσιου Γρίβα, του Σπύρου Τριανταφύλλου και του Γιώργου Μπούρη. Στη συνέχεια ήταν το 2ο δημοτικό σχολείο και μετά το 1ο δημοτικό σχολείο. Το 1ο δημοτικό σχολείο ήταν το σπίτι του Ιζέτ Πασά, ο οποίος το πούλησε στην ελληνική κοινότητα. Κατασκευάστηκε στην δεκαετία του 1870 και κατεδαφίστηκε το 1979. Το 2ο δημοτικό σχολείο το έχτισε η ελληνική κοινότητα το 1905 και λειτουργεί και σήμερα.
Περνώντας από την μεγάλη γέφυρα, απέναντι υπάρχει μια παλιά πολυκατοικία, όπου κάποτε ήταν το σπίτι του Σίμου Τεμέλκου, όπου έμενε ο δάσκαλος Ιωάννης Δουγιάκης, από το Μοναστήρι. Το διπλανό σπίτι, που υπάρχει και σήμερα ήταν επίσης του Σίμου Τεμέλκου ή Φιλίππου, όπου κάποτε στεγάστηκε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Φλώρινας, της Στέγης Φιλοτέχνων. Μετά ήταν το σπίτι του Χρήστου Σίσκου. Το σπίτι του Αντώνη Καραφυλλίδη ερειπωμένο σήμερα, και στο βάθος το σπίτι της Πάσω Καραφυλλίδου, που είχε πάπιες στο ποτάμι και γατιά στην αυλή της. Το σπίτι του Παπακωνσταντίνου, όπου έμεναν η Χρυσώ και ο σύζυγός της, ο μαέστρος Λάκης Αθανασίου. Το σπίτι και το εργαστήριο του Ζωγράφου Στερίκα Κούλη. Το σπίτι του Λάζαρου Ανδρέου, που είναι οικόπεδο σήμερα, το σπίτι του Γραικού και στο βάθος το σπίτι του Σταύρου Σάββα ή Μαλελή. Το σπίτι των αδελφών Αθανάσιου και Λάζαρου Σαπουντζή και μετά το γωνιακό αρχοντόσπιτο του Ιωάννη και του γιου του Τοτό Σαπουντζή, που χτίστηκε το 1905. Κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, την περίοδο 1916-18, σε αυτό το σπίτι στεγάστηκε η Λέσχη αξιωματικών του γαλλικού στρατού. Έξω από την Λέσχη σύχναζαν πολλά παιδιά, που κρατούσαν τα άλογα των γάλλων αξιωματικών, τα πότιζαν στο ποτάμι και εισέπρατταν τα φιλοδωρήματα. Αλλά και o σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε μέσα σε αυτό το σπίτι κάποιες σκηνές της ταινίας «Το μετέωρο βήμα του πελαργού».

Κέιμενο: Δημήτρης Μεκάσης

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Η γειτονιά Βαρόσι και η παλιά αγορά . Μέρος Β΄. Μεκάσης Δ.


Όσο για τον χώρο της αγοράς, αν γυρίσομε πάλι πίσω τον χρόνο, τότε που το Βαρόσι πυκνοκατοικήθηκε και άρχισε να σχηματίζεται η νέα πόλη, η πόλη της Φλώρινας, δημιουργήθηκε η ανάγκη ενός χώρου αγοράς, αλλά και χώρος συγκέντρωσης και πλατείας. O χώρος αυτός δημιουργήθηκε στην δυτική μεριά του Βαροσίου, όταν η πόλη άρχισε να επεκτείνεται προς όλες τις κατευθύνσεις. Σε αυτόν τον χώρο γινόταν η λαϊκή αγορά, μια φορά την εβδομάδα, εδώ γινόταν οι συναθροίσεις των κατοίκων της νέας πόλης, και εδώ υπήρχαν όλα τα δημόσια κτήρια. Κάπως έτσι ήταν η Φλώρινα, όταν την κατέλαβαν οι τούρκοι, οι οποίοι δεν άλλαξαν τίποτε, εκτός από τους λατρευτικούς χώρους, καθώς και την «αγορά», που την μετονόμασαν σε παζάρι. Το παζάρι ήταν ένας άδειος χώρος, και καταλάμβανε την έκταση του σημερινού κτηρίου του Αριστοτέλη», αλλά και τους δρόμους γύρω από το κτήριο. Εκεί οι αγρότες παραγωγοί έστρωναν τα τσουβάλια στο χώμα και τοποθετούσαν πάνω σε αυτά τα προϊόντα τους. Κάποτε τοποθετήθηκαν και μικρά υπόστεγα, τα «σεργιά», όπου λίγοι μικροπωλητές και οι παραγωγοί στεγαζόταν κάτω από αυτά. 'Οταν όμως έγινε καϊμακάμης ο Ταχσίν Ουζέρ έχτισε μια σειρά μαγαζιών, εκεί που σήμερα βρίσκεται το κτήριο του «Αριστοτέλη» και εκεί στεγάστηκαν μερικές αποθήκες σιτηρών (αμπάρια), αλλά και τα κρεοπωλεία, κοντά στην σημερινή μεγάλη γέφυρα. Κάτω από την γέφυρα, στο ποτάμι έσφαζαν οι χασάπηδες τα ζώα, και τα σφαχτά τα κρεμούσαν σε τσιγκέλια στα μαγαζιά τους. Το κρέας που δεν πουλιόταν την ημέρα του παζαριού δεν μπορούσαν να το συντηρήσουν, αφού δεν υπήρχαν τα μέσα, και το έκαμναν λουκάνικα. Ό,τι περίσσευε, το έκαμναν κομματάκια και το έριχναν σε μια στάμνα, την οποία έδιναν στο φούρνο της γειτονιάς. Και όταν το κρέας είχε ψηθεί στην στάμνα, αλλά και το παζάρι είχε τελειώσει, οι χασάπηδες ετοίμαζαν το γλέντι τους. Καλούσαν τούς τουρκόγυφτους οργανοπαίκτες από τον Γύφτικο Μαχαλά, έφερναν τσίπουρο και κρασιά και έσπαγαν την στάμνα πάνω σε ένα τραπέζι. Το καλοψημένο κρέας μέσα στην στάμνα μοσχομύριζε. Άριστος μεζές. Το τσίπουρο και το κρασί έρεε άφθονο και χόρευαν ασταμάτητα για αρκετές ώρες. Το γλέντι αυτό των χασάπηδων γινόταν συχνά στην παλιά αγορά μετά το παζάρι, καθώς όλοι ήταν χαρούμενοι και οι τσέπες τους γεμάτες χρήματα, επειδή μόνο την ημέρα του παζαριού εργαζόταν και έβγαζαν αρκετά χρήματα για να ζήσουν τις υπόλοιπες ημέρες, μέχρι το επόμενο παζάρι.Το 1924 όμως, λειτούργησε η νέα Δημοτική Αγορά, όπου βρίσκεται και σήμερα. Η παλιά αγορά εγκαταλείφτηκε. Ο Δήμος Φλώρινας όμως έστησε μια ξύλινη εξέδρα, όπου παιάνιζε κάθε Κυριακή η μπάντα του «Ορφέα», αλλά και ο ζαχαροπλάστης Δημήτριος Γιάτας (Σπουδαίας) νοίκιασε ένα από τα μαγαζιά της αγοράς και λειτούργησε το δεύτερο ζαχαροπλαστείο του. Ο χώρος της παλιά αγοράς άρχισε να γίνεται χώρος αναψυχής, και μαζευόταν πολύς κόσμος, που έκαμνε βόλτες στο Βαρόσι και σταματούσε στην παλιά αγορά για να ακούσει την μπάντα, κάθε Κυριακή. Λίγο αργότερα ο Δήμος Φλώρινας κατεδάφισε όλα τα μαγαζιά που είχε χτίσεt ο Ταχσίν Ουζέρ, και έφτιαξε ένα πάρκο με δένδρα, λουλούδια και παγκάκια. 'Ένας περιφραγμένος χώρος με υπεύθυνο κηπουρό, μια όαση μέσα στην πόλη, που οι Φλωρινιώτες τότε, το πάρκο αυτό, το ονόμασαν «Άλσος». Το καταπράσινο αυτό κομμάτι της πόλης με τα σπάνια φυτά και άνθη, καταστράφηκε κατά την γερμανική Κατοχή, καθώς οι γερμανοί χρησιμοποίησαν τον χώρο, ως όρχο για την στάθμευση των αυτοκινήτων. Στην δεκαετία του 1950, ο Δήμαρχος Παντελής Παπαθανασίου, έκανε ένα διαφορετικό πάρκο, με παρτέρια λουλουδιών και κυπαρισσιών και περίφραξη. Το πάρκο στο εσωτερικό του ήταν άδειο και σκόπιμα έγινε αυτό για να κάνουν το μάθημα της γυμναστικής οι μαθητές του γυμνασίου. Το απόγευμα, το πάρκο γέμιζε αγόρια, όπου έπαιζαν ποδόσφαιρο μέχρι το βράδυ. Αλλά και αυτό το πάρκο παραμελήκε και λίγο αργότερα παραχωρήθηκε στον «Αριστοτέλη», και το καλοκαίρι του 1979 άρχισαν οι εργασίες ανέγερσης του κτηρίου του συλλόγου.
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο χώρος αυτός ονομαζόταν Παζάρι, οι τούρκοι όμως το ονόμαζαν και «Φασούλ Παζάρ», καθώς τα φασόλια πουλιόταν όλες τις εποχές τον χρόνου. Το 1915 ο Δήμος Φλώρινας τον χώρο αυτό τον ονόμασε «πλατεία Ερμού», επειδή όλο το εμπόριο της πόλης και της ευρύτερης περιοχής εκεί γινόταν. Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η ήσυχος αυτός χώρος μετονομάστηκε σε «πλατεία Ρούσβελτ», προς τιμή του αμερικανού προέδρου, και τα τελευταία χρόνια μετονομάστηκε σε «πλατεία των Επτά Ηρώων 1944».
Με σημείο αναφοράς την πολυκατοικία του Θάνου Κάπτση, όπου το σούπερ μάρκετ «Γρηγοριάδης», εκεί κάποτε ήταν το σπίτι κάποιων τούρκων αδελφών, που ήταν ωρολογάδες και το μαγαζί τους το είχαν εκεί που είναι η οικία Μιχαήλ Μεκάση. Οι τούρκοι ωρολογάδες συντηρούσαν και το ρολόι στον πύργο τον ρολογιού, αλλά και ήταν υπεύθυνοι του πτωχοκομείου (Ιμαρέτι),που βρισκόταν δίπλα στο γωνιακό σπίτι τους. Μετά είναι η οδός Παπακωνσταντίνου Νερέτης, και εκεί στην γωνία όπου σήμερα είναι η οικία Αλεξάνδρας Μιχαήλ ήταν ένα τούρκικο αμπάρι. Τα αμπάρια ήταν σιταποθήκες. Δίπλα ήταν το αμπάρι του Χρήστου Μήρτσου. Το επόμενο μαγαζί ήταν το μπακάλικο του Λάζαρου Τσάμη και στην γωνία το καφενείο του Μαήζη. Πάνω από το καφενείο ήταν η οικία του αδελφού του Παντελή (Παντούση) Τραγιαννού. Στο επόμενο σπίτι έμεναν οι αδελφοί Γρηγόριος, Βασίλειος, Στέφανος, Θεόδωρος, Θωμάς, Ευάγγελος, Σωκράτης, Γαβριήλ Σωφρόνης και Μηνάς Τραγιαννίδης, οι περισσότεροι ήταν αμαξάδες και στο ισόγειο ο Γιώργος Κουφόπουλος, από τις 40 Εκκλησιές. Το τριώροφο σπίτι του Λάζαρου Πέιου, που ερειπωμένα υπάρχει και σήμερα, στο ισόγειο ήταν το κατάστημα αλατζάδων και άλλων υφασμάτων του ιδίου. Μετά ήταν η είσοδος και ένα στενόμακρο δρομάκι που οδηγούσε στο κέντρο του τετραγώνου, όπου ήταν η οικία του Φίλιππου Μπραγιάννη. Σε αυτά το σπίτι αργότερα έμενε ο Γεώργιος Τσαλαγιώργος. Το σπίτι αυτό υπάρχει και σήμερα και ανήκει στη 'Εφη Καρανάσου. Στην γωνία, στο ποτάμι ήταν το σπίτι του γαλατά Ιορδάνη Λουκά.
Περνώντας την μεγάλη γέφυρά, στην άλλη μεριά του ποταμού, εκεί που αρχίζει ο Γύφτικος Μαχαλάς, που μερικοί τον έλεγαν και Άνω Μαχαλά, από την γωνία του σπιτιού του Κiτσου και μέχρι το σημερινό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, η σειρά αυτή των σπιτιών χτίστηκε λίγο πριν και λίγο μετά το 1900, και ήταν προέκταση του Βαροσίου. Παλαιότερα εκεί δεν υπήρχαν σπίτια. Πίσω στο βουνό ήταν το λατομείο του Μεχμέτ Αλή και κάτω περνούσε το αυλάκι των μύλων, που ονομαζόταν «Γιάζι». Συνεχίζοντας προς τα κάτω, με την ροή του ποταμού, μετά το γωνιακά σπίτι του Κiτσου ήταν το σπίτι του Κωνσταντίνου Τάσιου. Στη συνέχεια τα τρία σπίτια με κοινή αυλή, του Θεόδωρου Βογιατζή, του Λάμπου Βογιατζή και του Παντελή Βογιατζή, όπου ο γνωστός σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος γύρισε αρκετές ταινίες. Μετά από αυτά τα σπίτια, το Γιάζι, που έρεε στον δρόμο συνέχιζε ρέοντας στους πρόποδες τους βουνού, πίσω από το σπίτι του Λάζαρου Νότη, που υπάρχει και σήμερα. Πίσω από το σπίτι του Νότη και κάτω από το γκρεμό του λατομείου υπήρχε ένα σπιτάκι, όπου ο γαλλικός στρατός, κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, είχε τοποθετήσει μια γεννήτρια ηλεκτρικού ρεύματος. Ήταν η πρώτη γεννήτρια που φωταγώγησε με ηλεκτρικό ρεύμα τα σπίτια, όπου είχαν στεγαστεί επιτελικά γραφεία, αλλά και τα δωμάτια των αξιωματικών. Μετά ήταν το σπίτι του Σίσκου. Σήμερα ερειπωμένο, παλιά όμως κάτω ήταν το παντοπωλείο του Σίσκου και πάνω το σπίτι του. Στην δεκαετία του 1920, έκλεισε το μαγαζί του και το έκανε δωμάτιο. Το σπίτι πήρε την σημερινή του μορφή. Το σπίτι αυτό, από το 1940 μένει ακατοίκητο. Μετά είναι το σπίτι των αδελφών Κυριάκου και Νικόλαου Πέιου, που ήταν γεωργοί. Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, ιδιοκτησία Ιωάννη Γούναρη, νοικιάστηκε από πολλούς. O γιατρός Κωνσταντίνου Μιχαήλ, γνωστός ως «Μόναχος» και ο αδελφός του που ήταν οικονομολόγος έμειναν σε αυτό πολλά χρόνια, αλλά και σύλλογος «Αριστοτέλης» στεγάστηκε εκεί για πολλά χρόνια.

Κείμενο: Δημήτριος Μεκάσης

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Η Γειτονιά Βαρόσι και η παλιά αγορά. Μέρος Α΄. Μεκάσης Δ.


Στην αρχαία εποχή, η έκταση που καταλαμβάνει η πόλη της Φλώρινας, ήταν αμπέλια, χωράφια και λιβάδια. Ο ισχυρισμός αυτός αποδεικνύεται, κάθε φορά που σκάβουν για τα θεμέλια των νέων πολυκατοικιών, δεν βρίσκουν πουθενά αρχαία αντικείμενα ή κάποια σημάδια που να φανερώνουν την ύπαρξη κτισμάτων. Υπήρχε όμως ο δρόμος, που ερχόταν από τα ανατολικά, περνούσε από το Αρμενοχώρι, συνέχιζε περνώντας από τις σημερινές οδούς Ιωάννη Άρτη, Παύλου Μελά, Μεγάλου Αλεξάνδρου, Ηπείρου και Κοντοπούλου, και πριν τα Άλωνα έπαιρνε τον φιδωτό ανήφορο, περνούσε πάνω από τα Άλωνα και έφτανε στην Βίγλα, με κατεύθυνση προς τα δυτικά. Ο δρόμος κάποτε έγινε αμαξιτός, ώστε να περνάν άμαξες με τα εμπορεύματα. Ήταν ο Κεντρικός δρόμος, που περνούσε μέσα από την σημερινή πόλη, που τότε υπήρχαν μόνο αμπέλια και χωράφια των κατοίκων που έμεναν στην περιτειχισμένη πόλη στον λόφο. Δεν γνωρίζουμε το όνομα της. Σήμερα τον αρχαιολογικό χώρo, όπου είναι τα ερείπια της αρχαίας πόλης, τον ονομάζουμε «ελληνιστική πόλη». Ο δρόμος προς την αρχαία πόλη είναι ο ίδιος ο σημερινός που οδηγεί σε αυτή. Η αρχαία πόλη όμως είναι λίγο μακριά από το κεντρικό δρόμο, γεγονός που φανερώνει, ότι τα πρώτα κτίσματα, που χτίστηκαν στον Κεντρικό δρόμο ήταν κάποια πανδοχεία, για τους ταξιδιώτες. Τα πανδοχεία του Κεντρικού δρόμου πρόσφεραν ύπνο και φαγητό για τους ταξιδιώτες, και στάβλισμα για τα ζώα τους. Μέσα στις αυλές τους λειτουργούσαν πεταλωτήρια και καροποιεία για επισκευές, αλλά και παντοπωλεία, από όπου μπορούσαν να αγοράσουν προμήθειες οι ταξιδιώτες.
Η αρχαία πόλη στο λόφο καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά τον 1ο αιώνα μ.Χ., όπως μας πληροφορούν οι αρχαιολόγοι, και δεν κατοικήθηκε μετά την καταστροφή της. Παρέμεινε όμως το φρούριο της, ως στρατιωτικό οχυρό. Την πρώτη γραπτή μαρτυρία μας την έδωσε ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο οποίος αναφέρει «το φρούριο του Χλερηνού», μερικά χρόνια πριν την εισβολή των τούρκων. Το φρούριο αυτό παρέμεινε μέχρι το 1382, και όταν οι τούρκοι κατέκτησαν την περιοχή, κατεδάφισαν το φρούριο, όπως και ολα τα άλλα φρούρια της περιοχής μας, για λόγους ασφαλείας.
Δεν γνωρίζομε πότε χτίστηκε η πόλη της Φλώρινας στην σημερινή της θέση. Από τις μελέτες όμως του συμπολίτη μας, αρχιτέκτονα, Αινεία Οικονόμου, ο οποίος μελέτησε τον πολεοδομικό ιστό της πόλης, πυρήνας και πρώτος οικισμός της Φλώρινας είναι η γειτονιά Βαρόσι. Είναι η περιοχή που περικλείεται από τις οδούς Μεγάλου Αλεξάνδρου, 25ης Μαρτίου, το κτήριο του «Αριστοτέλη», και τα σπίτια που βρίσκονται από την άλλη μεριά του ποταμού προς τους πρόποδες του βουνού. Αυτή ήταν η πρώτη γειτονιά της Φλώρινας και γύρω από αυτήν επεκτάθηκε η πόλη.
Δεν γνωρίζουμε πότε και από ποιούς ονομάστηκε η γειτονιά αυτή, Βαρόσι. Δεν υπάρχει καμία γραπτή μαρτυρία ξένου περιηγητή, παρά μόνο οι προφορικές μαρτυρίες από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά. Στα αρχεία της Μητρόπολης αναφέρεται το Βαρόσι, στον κατάλογο ενοριών του 1905. Τι σημαίνει όμως η λέξη «Βαρόσι»; Στο λεξικό του Ησύχιου, η λέξη «βάρις» σημαίνει πλοίο ή τείχος ή στοά ή πύργος ή οικία. Στα τούρκικα η λέξη «varos», που η προέλευση της είναι ουγγρική, σημαίνει το κατοικημένο μέρος της πόλης που βρίσκεται έξω ή γύρω από το φρούριο της πόλης. Ο βούλγαρος ακαδημαϊκός Νικολάι Τοντόροφ, που ασχολήθηκε με την βαλκανική πόλη, υποστηρίζει ότι κατά τον Μεσαίωνα «Βαρόσι» σήμαινε το προάστιο της βαλκανικής πόλης, και κατά την οθωμανική περίοδο Βαρόσι ήταν το χριστιανικό τμήμα της πόλης. Το Βαρόσι της Φλώρινας είχε όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις. Ήταν κάποτε προάστιο της αρχαίας πόλης, ήταν έξω από τα τείχη της, κατοικούταν από πολλούς χριστιανούς και λίγους τούρκους, και είχε και δυο πύργους.
Από τις προφορικές μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι μετά το 1850, το Βαρόσι είχε πολλά μικρά ξύλινα σπίτι όπου κατοικούσαν οι χριστιανοί, και μεγαλύτερα σπίτια με μεγάλες αυλές, όπου κατοικούσαν οι τούρκοι. Το ποτάμι δεν είχε τοίχους και τα γεφύρια ήταν ξύλινα. Υπήρχαν δυο πύργοι (κουλάδες) πλούσιων τούρκων, δυο τζαμιά, το ένα στο σταυροδρόμι και το άλλο στη αγορά, ένας τεκές, υπήρχε ένα ξύλινο τριώροφο κτήριο όπου στεγαζόταν η Μητρόπολη, στο ίδιο μέρος που είναι και σήμερα, υπήρχε το Τσαρσί με τα μαγαζάκια, το τούρκικο Δημαρχείο, τα βυζαντινά λουτρά και στην άκρη του Βαροσίου, το παζάρι. Μετά το 1905 το Βαρόσι άλλαξε όψη. Ο Καϊμακάμης Ταχσίν Ουζέρ κατασκεύασε τους τοίχους του ποταμού, η ελληνική κοινότητα αγόρασε το αρχοντικό σπίτι του Ιζέτ Πασά και την τεράστια αυλή του, όπου έχτισε άλλο ένα οικοδόμημα και στεγάστηκαν το ελληνικό δημοτικό σχολείο και το οικοτροφείο. Η βουλγάρικη παράταξη έχτισε τον ναό του Αγίου Παντελεήμονος και ένα κτήριο, όπου στεγάστηκε το βουλγάρικο γυμνάσιο και οικοτροφείο. Απέναντι από το βουλγάρικο γυμνάσιο στην άλλη όχθη, η ρουμάνοι νοίκιασαν ένα σπίτι κα λειτούργησαν του ρουμάνικο σχολείο.
Ήταν η εποχή των εθνικών κρατών, και όλοι περίμεναν την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στο Βαρόσι, δηλαδή στο κέντρο της πόλης, η ελληνική κοινότητα είχε να αντιμετωπίσει όλες τις ξένες προπαγάνδες. Κυρίως την βουλγάρικη και λιγότερο την ρουμάνικη. Οι συγκρούσεις των νεαρών μαθητών ήταν συχνές, καθώς τα σχολεία τους βρισκόταν στην ίδια γειτονιά. Στο ελληνικό δημοτικό σχολείο, οι δάσκαλοι παρακινούσαν τους μαθητές να επιτίθενται στους μαθητές του βουλγάρικου σχολείου και έλεγαν συχνά: «όποιος σπάσει βουλγάρικο κεφάλι με πέτρα παίρνει άριστα στο μάθημα της γυμναστικής». Το ίδιο όμως έλεγαν και δάσκαλοι του βουλγάρικου σχολείου με αποτέλεσμα όλοι οι μαθητές να παίζουν πετροπόλεμο στους παραποτάμιους δρόμους. Οι Βαροσιάνοι ήταν πρώτοι στα γράμματα, δηλαδή όλοι πήγαιναν στο σχολείο, τότε που δεν ήταν υποχρεωτικό, αλλά και πρώτοι στις αταξίες. Το πολεμικό τραγούδι: «Το Βαρόσι ρόσι ρόσι ρόσι, τα σπάνει όλα και δεν δίνει γρόσι», το τραγουδούσαν ζωηρά, πριν επιτεθούν στους αντιπάλους. Αυτά συνέβαιναν στο Βαρόσι τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας.

Κείμενο: Δημήτριος Μεκάσης

Έκθεση παλιάς φωτογραφίας των οικογενειών και της γειτονιάς Βαρόσι Φλώρινας





Ο Σύλλογος Φλώρινας για το Περιβάλλον και τον Πολιτισμό "Το Βαρόσι", διοργανώνει έκθεση παλιάς φωτογραφίας των οικογενειών και της γειτονιάς Βαρόσι Φλώρινας. Η έκθεση Φιλοξενείται στο κτίριο Γούναρη, απέναντι από τον Αριστοτέλη, και η διάρκειά της θα είναι από 19 Δεκεμβρίου 2009 μέχρι 30 Μαΐου 2010. Αξίζει να την επισκεφτείτε και να δείτε μοναδικές φωτογραφίες μιας άλλης εποχής.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2010

Η Αρχή

Η έκθεση οργανώνεται στο πλαίσιο του μαθήματος «Η Δημοσιοποίηση του Έργου Τέχνης» που διδάσκει η Δρ. Αναστασία Βαλαβανίδου, Αρχιτέκτων Μουσειολόγος, στο Τμήμα Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του Π.Δ.Μ και στόχος της είναι αφενός οι φοιτητές και οι φοιτήτριες του τμήματος να έχουν την ευκαιρία να προβάλουν τη δουλειά τους και αφετέρου να κατανοήσουν τη διαδικασία και τα ζητήματα που προκύπτουν κατά την οργάνωση μιας έκθεσης εικαστικών έργων από την αρχική ιδέα ως την υλοποίησή της.


Η έκθεση θα λειτουργήσει από 22 Δεκεμβρίου 2009 έως 21 Ιανουαρίου 2010.

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Οι κυριότεροι βλάχικοι χοροί

Μπεράτι
Ανδρικός και γυναικείος χορός. Είναι χορός «συγκαθιστός», και χορευόταν συνήθως στους γάμους, όταν οι συγγενείς συνόδευαν τη νύφη και το γαμπρό στην εκκλησία. Γι’ αυτό και δεν έχει καθορισμένο σχήμα και διακρίνεται για την ελευθερία και την μεγάλη ποικιλία των βημάτων του.

Βασίλ’ αρχόντισσα
Χορός ανοιχτού κύκλου . Το τραγούδι αναφέρεται στην Βασίλω, κόρη του Νικολάκη Αβέρωφ από το Μέτσοβο, την οποία άρπαξαν οι κλέφτες για να την ανταλλάξουν με τόσο χρυσάφι όσο ήταν το βάρος της.

Tσάμικος
Ανδρικός χορός αρχικά, από τους πιο λεβέντικους παραδοσιακούς χορούς. Το όνομά του το πήρε από χορό που χόρευαν στην Τσαμουριά, σημερινή Θεσπρωτία.

Συγκαθιστός Μετσόβου
Χορός του γάμου, που χορευόταν από άνδρες και γυναίκες, ελεύθερα, κι όχι σε κύκλο, πράγμα σπάνιο για τα ήθη των Ηπειρωτών. Οι χορευτές, αντίθετων φύλων, που ήταν πάντοτε στενοί συγγενείς γιατί το αντίθετο θα παρεξηγούνταν, πλησίαζαν και χόρευαν ζευγάρια αντικρυστά. Πήρε το όνομά του από το ελαφρό συγκάθισμα των χορευτών. Εδώ ανήκει και η τασιά.

Αρβανιτοβλάχικο ή Αρβανιτόβλαχα
Το Αρβανιτοβλάχικο χορεύεται συνήθως ελεύθερα από άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι στη συνέχεια σχηματίζουν ζευγάρια.

Βλάχικος Μακεδονίας (Ζαχαρούλα)
Ο χορός αυτός είναι ένας από τους πολλούς που έφεραν οι Βλάχικες ομάδες πληθυσμού κατά τις μετακινήσεις τους προς την περιοχή της Βέροιας-Νάουσας. Είναι μικτός χορός που χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σε ξεχωριστούς κύκλους, (διπλοκάγγελο) ή και στον ίδιο κύκλο.

Συρτό στα τρία
Ρυθμικά και μουσικά ανήκει στα πωγωνήσια (συρτό), αλλά χορεύεται με τον βηματισμό του χορού στα τρία, συνήθως στα Τζουμέρκα και στο Βλαχοζάγορο, αλλά και αλλού.

Πωγωνήσιος.
Από τους πιο συνηθισμένους ρυθμούς και χορούς. Κατηγορία τους είναι και τα κοφτά (κοφτός, γιατρός).

Φεζοδερβέναγας
Ο «Φεζοδερβέναγας» είναι χαρακτηριστικό τραγούδι του Ανατολικού Ζαγορίου ή Βλαχοζάγορου όπως αποκαλείται. Αναφέρεται στον δερβέναγα Φέζο ο οποίος σκοτώθηκε από κλέφτες στο «Τσιρνέσ’», τοποθεσία κοντά στην Βωβούσα

Γιανν΄ Κώστας
Ο κυριότερος χορός στην περιοχή του Συρράκου. Ο Γιάννης Κώστας ήταν αγωνιστής του 1821 από το Κράψη Ιωαννίνων. Πολέμησε σε πολλά μέρη και πέθανε στην Αθήνα με τον βαθμό του αντιστράτηγου.

Κίνικ (Κ-νίκι)
Αργός, τελετουργικός, γενικός χορός που χορεύουν οι Περιβολιώτες Βλάχοι στο τριήμερο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής 26-28 Ιουλίου στο πλάτωμα Κίνικ το οποίο έδωσε και το όνομα στον χορό. Ξεκινά με το τραγούδι «Σε περιβόλι μπαίνω» με προφανή παραπομπή στο όνομα του χωριού.